- μυέλωμα
- Καρκίνος που αποτελείται από κύτταρα που βρίσκονται κανονικά στο μυελό των οστών. Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται σαν σύντμηση για το πολλαπλό μυέλωμα.
* * *τοιατρ. νεοπλασματική υπερπλασία τού μυελού τών οστών αποτελούμενη από πλασματοκύτταρα και συνοδευόμενη από διαταραχές τών πρωτεϊνών τού πλάσματος, αλλ. πολλαπλό μυέλωμα ή πλασματοκυττάρωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelome (< μυελός + κατάλ. -ωμα)].
Dictionary of Greek. 2013.